Ελάτη,14 Ιουλίου 1943
Η καταστροφή του χωριού, 14 Ιουλίου 1943
Το ξημέρωμα της 14ης Ιουλίου 1943 στην κορυφογραμμή του βουνού της Βροπίστας έκανε την εμφάνισή του ένας λόχος Γερμανών. Έχοντας εντοπίσει τη θέση που κρύβονταν οι κάτοικοι του χωριού με τη ρήψη φωτοβολίδων από τις θέσεις Βροπίστα και Λάπητο πολυβολούν προς την κατεύθυνση των συγκεντρωμένων αναγκάζοντάς τους να κινηθούν προς τα πάνω στην θέση Πρικατσόρια. Από τη θέση αυτή θα παρακολουθήσουν την καταστροφή του χωριού. Οι Γερμανοί μπαίνουν στο χωριό, σπάζουν τις πόρτες των σπιτιών και τα πυρπολούν πυροδοτώντας την εμπρηστική σκόνη που είχαν ρίξει προηγουμένως. Καταστρέφουν το χωριό στο μεγαλύτερό του μέρος εκτός από έναν μαχαλά και την κεντρική εκκλησία. Κάποιοι από τους κατοίκους θα βρουν προσωρινά στέγη στα γειτονικά σπίτια του μαχαλά που διεσώθη και άλλοι θα φύγουν αναζητώντας στέγη και τροφή προς διάφορες κατευθύνσεις. Θα ζήσουν για χρόνια στη φτώχεια και στη δυστυχία προσπαθώντας να επιβιώσουν στις σκληρές συνθήκες της Κατοχής.
Αντιστασιακή δράση στην περιοχή
Το χρονικό διάστημα 1942-1943 δημιουργήθηκαν αντάρτικα σώματα και ξεκίνησε η αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών. Στο χωριό περνούσαν ή παρέμεναν τμήματα ανταρτών στα οποία συμμετείχαν και κάτοικοι από διπλανά χωριά.
Λίγες μέρες πριν την καταστροφή (14-7-1943) βρίσκονταν στο χωριό περίπου 200 αντάρτες οι οποίοι ανήκαν στο Ε.Α.Μ. Σε μάχη που έγινε στην κορυφή του βουνού πάνω από την Ελάτη μεταξύ Ανταρτών – Γερμανών, που έμεναν στο Μοναστήρι της Παναγιάς των Ασπραγγέλων, τραυματίστηκαν 2-3 αντάρτες οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Ελάτη για περίθαλψη. Στη συνέχεια οι αντάρτες έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση παίρνοντας μαζί τους και τους τραυματίες.
Οι κάτοικοι φοβισμένοι για το τι θα επακολουθούσε μετακινήθηκαν σε τοποθεσίες απέναντι από το χωριό όπου έμειναν για αρκετές ημέρες και παρακολουθούσαν τις κινήσεις των Γερμανών.
Ελάτη, Η καταστροφή (Μαρτυρία)
Τα γεγονότα της καταστροφής της Ελάτης περιγράφει η μαρτυρία που ακολουθεί :
«..το πρωί, όπως ξυπνήσαμε, ήμασταν 7-8 άτομα και είδαμε στην κορυφογραμμή του βουνού της Βροπίστας να παρατάσσονται σε φάλαγγα ανά άνδρα λόχος Γερμανών. Μας είχαν εντοπίσει με τα κιάλια γιατί το βράδυ σκεπαζόμασταν με κόκκινες βελέντζες. Ο Σταύρος Έξαρχος, παλιός αξιωματικός του στρατού, μας είπε να καλύψουμε τις βελέντζες και να φύγουμε αμέσως προς το λάκκο της Ράχης από το πίσω μέρος για να φυλαχτούμε και να προστατευτούμε. Οι Γερμανοί από τη Βροπίστα έριξαν μια φωτοβολίδα και από την άλλη μεριά της κορυφογραμμής του Μιτσικελλίου (θέση Λάπητο) ανταπέδωσαν με μια άλλη φωτοβολίδα και αμέσως άρχισε το «πανηγύρι». Πυροβολισμοί και βομβαρδισμοί, μας είχαν εντοπίσει και άρχισαν να πυροβολούν.
Η ομάδα των χωριανών στη συνέχεια έκαναν προσπάθεια να ανέβουν προς τα πάνω δηλαδή προς τη θέση Πρικατσόρια για να αποφύγουν τα πολυβόλα. Συγκεκριμένα η Αριστούλα Εξάρχου με μια βαλίτσα στην πλάτη και φορτωμένη με τις βελέντζες του ύπνου εβάδιζε μπροστά και ανεβαίνοντας ένα μικρό αντέρισμα (διέξοδο, μονοπάτι) περνούσαν οι σφαίρες τόσο χαμηλά που ακούγονταν να χτυπάνε στα δένδρα και ο αδελφός της Σταύρος Έξαρχος της έλεγε «Τούλα δάγκασε το χώμα και έρποντας να κατέβουμε προς το λάκο (ρέμα)».
Εκεί περιμένοντας από ένα σημείο 2-3 άτομα έβλεπαν την καταστροφή που γινόταν, αφού πέρασε μισή ή μια ώρα μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό σπάζοντας τις πόρτες κάθε σπιτιού και ρίχνοντας μια άσπρη σκόνη στο πάτωμα ή στα στρώματα πυροβολούσαν και άναβε αυτομάτως φωτιά. Έτσι τα σπίτια λαμπαδιάζονταν και ακουγόταν ο κρότος από τους πυροβολισμούς, τα βελάσματα των ζώων που καίγονταν, καθώς και το πέσιμο της στέγης κάθε σπιτιού. Έτσι επήλθε η καταστροφή στα τρία τέταρτα του χωριού και μόνο ένας μαχαλάς παρέμεινε άθικτος και η κεντρική εκκλησία του χωριού.
Κατόπιν αυτού η ομάδα των χωρικών που είδε τα γεγονότα κατέληξε να κοιμηθεί στο εξωκλήσι της Παναγίας. Το απόγευμα της ίδια ημέρας κατέβηκαν τρία-τέσσερα άτομα στο χωριό και συνάντησαν τις γριές Μαρίνα Εξάρχου και Γλυκερία Ζούλτη, ηλικιωμένες, οι οποίες δεν μπορούσαν. Τους είχαν βγάλει από τα σπίτια και στη συνέχεια έβαζαν φωτιά. Κατόπιν αυτού του γεγονότος οι χωρικοί δεν είχαν που να μείνουν και οι άλλοι έμειναν σε γειτονικά σπίτια του μαχαλά που δεν κάηκε και άλλοι έφυγαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ήταν χρόνια δυστυχίας, φτώχειας, κακομοιριάς, ταλαιπωρίας.
Αυτά είναι γεγονότα τα οποία μου έμειναν χαραγμένα στη μνήμη μου και δεν πρόκειται να τα ξεχάσω ποτέ έως το τέλος της ζωής μου».