Καλουτάς, 23 Οκτωβρίου 1943
Η καταστροφή του χωριού
Το χωριό πυρπολήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1943 από γερμανικό στρατιωτικό τμήμα της Ορεινής Μεραρχίας Εντελβάις. Την 1η Αυγούστου της ίδιας χρονιάς το χωριό κανονιοβολήθηκε από το Γερμανικό Πυροβολικό που έδρευε στην περιοχή Ελεούσα έξω από τα Ιωάννινα και σκοτώθηκαν δύο άτομα.
23 Οκτωβρίου 1943: Οι Γερμανοί καίνε την Καλουτά στο Ζαγόρι.
Η ΚΑΛΟΥΤΑ στις ΦΛΟΓΕΣ των ΓΕΡΜΑΝΩΝ – Οκτώβρης του 1943.
(Άρθρο του αείμνηστου Τάκη Σακελλαρίου, επί χρόνια πολλά
Δάσκαλου στα Πρότυπα Δημοτικά Σχολεία της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας)
Φθινοπωρινό πρωϊνό του 1943. Η Καλουτά είχε ξυπνήσει από έναν εφιαλτικό, ταραγμένο ύπνο. Κακά μαντάτα απλώνονταν γύρω. Οι Γερμανοί κατακτητές σκύλιασαν από το λεβέντικο πνεύμα της Αντίστασης του λαού μας, από την αυτοθυσία του για τη λευτεριά, και είχαν επιδοθεί σε βάρβαρα αντίποινα.
Οι Λυγκιάδες είχαν παραδοθεί στις φλόγες και ογδόντα ψυχές κάηκαν στα σπίτια τους. Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ετοιμάζονταν.
…. «Προσοχή! Προσοχή! Γερμανική φάλαγγα πέρασε από το Στόμιο της Κόνιτσας και ξεχύθηκε στ’ ακρινά χωριά του Ζαγοριού! Μην απομακρύνεστε από τα σπίτια σας και βγάλτε τίποτα όξω!»
ανήγγειλε ο τηλεβόας το τρομερό μαντάτο από την πλατεία του χωριού.
Μείναμε βουβοί κι άλαλοι!
Μαύρη Τετάρτη αποβραδύς
Μια Πέφτ’ ήταν το γιόμα!
Θρήνος μεγάλος γίνεται,
στις ρεματιές στα δάση
Κλαίμε οι δόλιοι το χαμό
των όμορφων σπιτιών μας
Καυτές οι φλόγες τάζωσαν
πυκνός καπνός πετιέται
Κατάρα και ανάθεμα
απ’ τις καρδιές, που πάει
Εκδικητής και τιμωρός
στους άνθρωπους θηρία
Ζύγωσε ο αφανισμός. Βροντές και χτύποι φτάνουν στ’ αυτιά μας από τα γειτονικά χωριά. Μαύρος καπνός σκουραίνει το γαλάζιο του φθινοπωρινού ουρανού. Κι ο τηλεβόας δίνει από την πλατεία τις τελευταίες πληροφορίες για την κατεβασιά που έρχεται.
Η ψυχή μας το είχε προμαντέψει το κακό. Την πρώτη Αυγούστου κανόνια απ’ το Μπισδούνι είχαν σκοτώσει δύο χωριανούς μας τη Φωτεινή και το αβάπτιστο του Κώστα Κατσιούρα κι είχαν γκρεμίσει δυό σπίτια. Κι εμείς οι μαύροι δεν θέλαμε να το πιστέψουμε.
Είχαμε γεμίσει τα σπίτια μας με τα ελέη του Θεού. Γενήματα, όσπρια, κρασιά, καρύδια, μήλα, κάστανα, τυριά, βούτυρα, μέλι…Και τι δεν μας χάρισαν τα χώματα του τόπου μας και τα ζώα μας εκείνη τη χρονιά, ποτισμένα με τον ιδρώτα της δουλειάς και του νοικοκυριού μας. Βάϊζαν οι κρεβάτες απ’ τη σοδειά και στα κελάρια έβραζε ο μούστος.
Και να που έφτασε η μέρα να γίνουν όλα στάχτη.
Ξαρματώσαμε τα σπίτια μας στα χαμένα! Άλλα στις «μπίμπτσες» άλλα στις στενούρες, άλλα στις αυλές και στους λάκκους. Και τι δεν έβλεπες έξω πεταγμένα για ν’ αποφύγουν τις φλόγες και τον αφανισμό! Κασέλες, κρεβάτια, κασόνια, τραπέζια, καρέκλες, μηχανές, σκαφίδια, πλαστήρια, καθρέπτες, βαρέλια, νταμουζάνες, γυαλικά, παραθυρολόφυλλα, πόρτες, χαλκώματα, σκεπάσματα, στρώματα, προσκέφαλα, εργαλεία, λογής λογής πράματα και θάματα που θέλει η ζωή!
Όλα αποχτημένα με μόχθο και μεράκι από μας και τους προγόνους μας.
Το απόγεμα της Τετάρτης 21 του μηνός (Οκτ. 1943) δε σήκωνε άλλο η παραμονή μας στο χωριό. Έπρεπε να φύγουμε γιατί κινδύνευε η ζωή μας.
Και που να πάμε;
Που μπορούσε να είμαστε ασφαλισμένοι;
Κανένας δεν ήξερε!
Οι Γερμανοί (στρατιωτικό τμήμα της ορεινής μεραρχίας Εντελβάϊς) είχαν φτάσει στους Φραγγάδες και στη Λεφτοκαρυά και απ’ εκεί έρριχναν με όλμους στο Διπόταμο και στο χωριό μας στα κουτουρού για φοβέρα.
Γυναίκες τρομοκρατημένες, παιδιά να σκούζουν, γριές φορτωμένες με πρόχειρα πράγματα, άνδρες, γέροι, όλο το χωριό ξεκινήσαμε στο αβέβαιο, στα δα’ση, στους λάκκους, στο άγνωστο.
Πήραμε τα κλειδιά των σπιτιών μας – που αλλοίμονο μείναμε μ’ αυτά – και πολλοί κρατώντας στην αγκαλιά τις εικόνες των σπιτιών τους και τραβώντας τα φορτιάτικα – μουλάρια, γαϊδούρια – φύγαμε συντροφιές – συντροφιές όπου μας πήγαινε η τύχη.
Το χωριό μας άδειασε κι έμειναν εκεί έξι χωριανοί μας. Ο Στέφος Αθανασούλας, ο Ανδρέας Ράπτης, ο Ανδρέας Καναβέλης γέροι, ο Παύλος Κουτσός νέος και οι γριές Αικατερίνη Γραβάνη και Αρετή Βλώρου.
Τα κοπάδια με τα γιδοπρόβατα έμειναν στο βουνό και σώθηκαν, ενώ το γελαδοκόπαδο από 20 αγελάδες έμεινε «ακυβέρνητο» και αφανίστηκε γυρίζοντας στο χωριό.
Η νύχτα της Τετάρτης προς την Πέφτη πέρασε με το χωριό βουβό κι ερημωμένο και τους χωριανούς διασκορπισμένους στα δάση και στις ρεματιές γύρω 30 λεπτά ως μια ώρα μακριά απ’ το χωριό.
Την Πέφτη (22 Οκτ. 1943) το πρωϊ πλακώσαν οι διαβόλοι.
Χτύποι, βροντές, ντουφεκιές, φωνές γέμισε το χωριό! Με σιδερικά σχίζανε τις πόρτες και έμπαιναν στα σπίτια για να πάρουν ό,τι θέλουν πριν τ’ αφανίσει η φωτιά.
Σκότωναν τις κότες, έσφαζαν τα μανάρια στα κελάρια και από τις αγελάδες και τα μοσχάρια έπαιρναν τα ψαχνά, τις σπλήνες και τα σκώτια και τα υπόλοιπα έμειναν μεσοδρομής, για ν’ ανιστορούν τη νέα τάξη πραγμάτων που ήθελαν να βάλλουν στον κόσμο.
Έρριχναν όλμους στα γύρω δάση και στο Διπόταμο όπου δεν είχαν περάσει για τρομοκρατία και το βράδυ έβαλαν φωτιά στα δύο ακραία σπίτια του χωριού του Μπαλάνου και της Μπρέλως για να έχουν φωτοχυσία στο …πανηγύρι τους.
Και τι δεν έκαναν εκείνη τη νύχτα! Ξεφωνητά, ουρλιάσματα, ντουφεκιές, οχλοβοή, αλλόκοτα τραγούδια και χορούς, όπως ήταν χορτάτοι απ’ τ’ αγαθά μας και μεθυσμένοι απ’ τα κρασιά μας τα ολόγλυκα.
Κι εμείς αλαφιασμένοι, άγρυπνοι, εξουθενωμένοι περιμέναμε το τέλος της τραγωδίας μας! Το πρωϊ της Παρασκευής (23 Οκτ 1943) η μισή φάλαγγα έφυγε προς το νότο για τα χωριά Καμνιά – Καβαλάρι και η άλλη μισή από την Πέφτη έφυγε για τα Γιάννενα από τον Άη Γιάννη του Δίκορφου και το Λυκόστομο.
Έμεινε πίσω το απόσπασμα της καταστροφής. Η πρώτη φωτιά φάνηκε στην καλύβα του Βαρνάβα κάτω από την Αγία Παρασκευή κι αμέσως τα τρία συνεργεία γέμισαν το χωριό με φλόγες και καπνούς.
Θεέ μου, τι χαλασμός! Πέτρες που σχίζονταν, σκεπές που σωριάζονταν, φλόγες που έζωναν τους μαχαλάδες, καπνοί ολόμαυροι και πνιγεροί που ανέβαιναν μεσούρανα κι ύστερα απλώνονταν για να σκεπάσουν τις ράχες, τα δάση, τις ρεματιές και να κρύψουν τον ήλιο.
Κι εμείς αντίκρυ κλαίγαμε τα συντρίμμια της ζωής μας και τον αφανισμό πλούσιων δημιουργημάτων πεντακόσιων χρόνων.
Το απόγευμα της Παρασκευής λιγόστεψαν οι φλόγες και οι καπνοί και δεν ακούγονταν τίποτε άλλο από τοίχους που σωριάζονταν με πάταγο τρομαχτικό!
Οι Γερμανοί χαλαστές έφυγαν αφού αφήκαν πίσω τους μια κόλαση από ερήμωση και καταστροφή.
Τι φοβερό θέαμα συμφοράς! Καπνισμένοι, μισογκρεμισμένοι τοίχοι με καρβουνιασμένες ακόμη τις ξυλοδεσιές. Μπουχαριά τρύπια με κρεμασμένους τους σιδερένιους κρεματάληδες. Πόρτες μισοκαμένες με ξεπεταγμένες τις κλειδωνιές, παράθυρα με σιδεριές ξεκάρφωτες και λυωμένα τζάμια, αυλές γιομάτες χαλάσματα και μισοκαμένα, όσα είχαμε βγάλει έξω για να γλιτώσουν. Δρόμοι αδιάβατοι από τα γκρεμίσματα. Μπίμπτσες που τις έγλυφαν φλόγες θεόρατες από τ’ ακριβά μας πράγματα που είχαμε εκεί φυλαγμένα. Μυρωδιές ανακατεμένες από καψαλισμένα υφάσματα, ξύλα, ζωοτροφές, τυριά, βούτυρα, ρακιά, κρασιά, καρύδια…
(….Δεν κάηκε η Εκκλησία του χωριού η Αη Σωτήρα, μερικά σπίτια κρυμμένα πίσω από λόφους μη ορατά από την πλατεία, και κανά δυό ακόμα σπίτια των ηλικιωμένων που είχαν το θάρρος - παρά όσα είχαν γίνει πριν λίγο καιρό στους Λυγκιάδες - να μείνουν στο χωριό και να κεράσουν …ένα ρακί τους Γερμανούς, φαίνεται το αίμα των αθώων ψυχών των Λυγκιάδων έπεσε βαρύ πάνω τους, μπορεί να ήταν διαφορετικές μονάδες με διαφορετικούς αξιωματικούς, ποιος ξέρει….., όσο για την Εκκλησία η φωτιά που έβαλαν στο κοινοτικό κατάστημα εφαπτόμενο στην Εκκλησία σαν από θαύμα σταμάτησε σε ένα δοκάρι, δεν προχώρησε, πάντως ειδικά φωτιά για την Εκκλησία δεν έβαλαν….)
Κι ανάμεσα τους εμείς οι χωριανοί όλοι, που γυρίσαμε απ’ τα δάση και τις ρεματιές, σκιές χαμένες στο χαλασμό, περνούσαμε από σπίτι σε σπίτι, από μαχαλά σε μαχαλά άβουλοι, αποκαμωμένοι, αλαφιασμένοι, διαβαίναμε σαν την άδικη κατάρα επάνω από τα συντρίμμια των ονείρων μας, επάνω από τα αποκαϊδια του ιδιόρρυθμου και ιδιότυπου ζαγορίσιου πολιτισμού μας!...
Θα επιζήσουμε τάχα ύστερ’ απ’ το χαλασμό; Θα ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας;
Μα η ελπίδα ξεπετάχτηκε μέσα απ’ της ψυχής μας την απόγνωση! Την άλλη μέρα Σάββατο (24 Οκτωβρίου 1943) αρχίσαμε τις πρώτες προσπάθειες για ζωή. Μαζεύαμε τα μισοκαμένα, τα λιγοστά που γλύτωσαν, ανακατεύαμε τη στάχτη, τα αποκαϊδια του χαλασμού να βρούμε κάτι για να σταθούμε στα πόδια μας, να ξεχειμάσωμε, να πάρουμε δύναμη σαν τον Ανταίο από τη Γη μας που γλυτώσαμε μαζί της, να ζήσουμε όσο νάρθει η Λευτεριά η ποθητή.
Ένα ποίημα του Τάκη Σακελλαρίου για το χαλασμό, το κάψιμο της Καλουτάς.
Ξυπνήστε αετοί του Μιτσκελιού
Ζαγοριανά μ’ αηδόνια!
Ανοίξτε τις φτερούγες σας μεσουρανίς πετάξτε,
να μην βραχνιάσουν οι καπνοί τη λαγαρή λαλιά σας
κι οι φλόγες, που θεόρατες χορεύουνε τ’ αψήλου,
να μην σας καψαλίσουνε τ’ ανάλαφρα φτερά σας!
Δέστε απ’ εκεί το χαλασμό, τη στάχτη, τα ρημάδια,
που οι μαυρ’ δράκοι άπλωσαν
στ’ όμορφο το Ζαγόρι!
Πέστε τραγούδια θλιβερά σκούξτε, καταραστήτε
Μ’ αίμα μας ήρθε η Άνοιξη, σκλάβο το Καλοκαίρι
το έρμο το Φθινόπωρο με μαύρα μοιρολόγια
Φωτιά, τσεκούρι, αφανισμό οι Γερμανοί σκορπάνε
στου Ζαγοριού τ’ αρχοντικά τα ζηλεμένα σπίτια
Καίνε κρεβάτες απλωτές, νοντάδες στολισμένους
μ’ ανατολίτικα χαλιά της Βενετιάς ασήμια
Σφάζουν γελάδια και τραγιά, πίνουν κρασιά μοσχάτα
κι ύστερα στις μεσούρανες τις φλόγες των σπιτιών μας
στήνουν αλλόκοτο χορό, σκούζουν σαν βρυκολάκοι
Άνοιξε, Θέ μου, τάρταρα τους χαλαστές να πνίξουν
λαμπρός να βγεί ο αυγερινός, λεύτερος χρυσοήλιος
Να σειούνται τα καμπαναριά στης λευτεριάς τη μέρα.
(Τάκης Σακελλαρίου 23 Οκτωβρίου 1943)