Κάτω Σύμη, Σεπτέμβριος 1943
Στη Σύμη δεν έγιναν ομαδικές εκτελέσεις. Οι κάτοικοι μετά το φόνο των δύο Γερμανών και ιδιαίτερα μετά τη Μάχη έφυγαν από το χωριό προς το βουνό φοβούμενοι τα αντίποινα των γερμανών. Η Σύμη θρήνησε 28 θύματα που σκοτώθηκαν μεμονωμένα σε διάφορα σημεία στη περιφέρεια της Σύμης , στα Γδόχια, το Ηράκλειο κ.α. από 14/9 έως 28-10-1943 και καθ΄ όλη τη διάρκεια της Κατοχής.
Στις 30 Σεπτεμβρίου διατάχθηκε από τους Γερμανούς η εκκένωση των χωριών Κεφαλοβρύσι, Κρεβατάς, Πεύκος, Σύμη, Καλάμι και Συκολόγος σε πέντε μέρες. Στις 14 Οκτωβρίου, ένα μήνα μετά τις ομαδικές εκτελέσεις, ειδικά συνεργεία των Γερμανών άρχισαν να κατεδαφίζουν με δυναμίτες και πυρπόλησαν τα χωριά αυτά, που είχαν ήδη εκκενωθεί και η περιοχή τους είχε κηρυχθεί «νεκρή ζώνη».
Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα βιβλία των
α)Γεωργίου Χρηστάκη, συνεργασία Κ.Γ.Στεφανάκη «Επαρχία Βιάννου 1940-1945»,
& β) Γεωργίου Ε.Δημητριανάκη «Ο Μύρτος & τα γύρω χωριά».
Η Μάχη της Σύμης
Τον Αύγουστο του 1943 οι Γερμανοί εγκατέστησαν ένα φυλάκιο από δύο στρατιώτες στο χωρίο Κάτω Σύμη, στους πρόποδες των Λασιθιώτικων βουνών. Φαινομενικά είχε προορισμό να συγκεντρώσει πατάτες και άλλα είδη από τη Σύμη και τη γύρω περιοχή για τη διατροφή των Γερμανών που έμεναν στην Άνω Βιάννο. Αυτό είχε κυκλοφορήσει τότε. Το γεγονός όμως ότι το φυλάκιο βρισκόταν στο δρόμο που συνέδεε τα χωριά της Επαρχίας Βιάννου με το λημέρι των ανταρτών δείχνει πως άλλος ήταν ο πραγματικός προορισμός του. Προς το τέλος του Αυγούστου του 1943 έγινε διάσπαση του αντάρτικου, που ως τότε ήταν ενωμένο και αποτελούσε το ένοπλο τμήμα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, όπως ρητά αναφέρεται και στα «Απομνημονεύματα» του Μαν. Μπαντουβά. Μετά τη διάσπαση αυτή οι ομάδες του Γιάννη Ποδία και Δημήτρη Παπά έφυγαν από τη θέση «Χαμέτης» και κατέβηκαν νοτιότερα στη θέση «Αλευράς». Στη διεξαγωγή όμως της μάχης της Σύμης, που θα δούμε πιο κάτω, ξαναενώθηκαν και έδρασαν από κοινού.
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943 έγινε η συνθηκολόγηση της Ιταλίας και διαδόθηκε από το περιβάλλον του Μαν. Μπαντουβά πως οι Άγγλοι θα έκαναν απόβαση στη Κρήτη και συγκεκριμένα στα παράλια των επαρχιών Βιάννου και Ιεράπετρας. Οι ειδήσεις αυτές γέννησαν απερίγραπτο ενθουσιασμό στους κατοίκους, καθώς μάλιστα λεγόταν ότι ο Μαν. Μπαντουβάς βρισκόταν σε συνεννόηση με τον στρατηγό Κάρτα, διοικητή των ιταλικών στρατευμάτων του Ν. Λασιθίου, για να παραδώσουν οι Ιταλοί τον οπλισμό τους στους αντάρτες και όσοι απ’ αυτούς ήθελαν να πολεμήσουν μαζί τους Γερμανούς. Οι πληροφορίες όμως αυτές έμειναν μονάχα «πληροφορίες» και ευσεβείς πόθοι.
Αλλά μέσα στην ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε συνέβη κάτι, που επρόκειτο να έχει απρόβλεπτες συνέπειες’ τη νύκτα της 9ης προς τη 10η Σεπτεμβρίου 1943 οι δυο στρατιώτες του γερμανικού φυλακίου της Σύμης σκοτώθηκαν από συνεργάτες του Μαν. Μπαντουβά, που, όπως αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του (σ. 318), έδωσε τη διαταγή να εξουδετερωθεί το φυλάκιο. Μετά την εξόντωση των Γερμανών μεγάλη δύναμη γερμανικού στρατού συγκεντρώθηκε στην Άνω Βιάννο και στις 12 Σεπτ. ένα από αυτόν προχώρησε ανατολικά με κατεύθυνση προς τη Κάτω Σύμη. Κατά τη διάβασή τους από τα διάφορα χωρία οι Γερμανοί πήραν είκοσι περίπου ομήρους, μεταξύ αυτών και τον παπά και δάσκαλο του Κεφαλοβρυσίου Ματθαίο Γιαλαιδάκη, που τον έβγαλαν από την εκκλησία του χωριού όπου λειτουργούσε – ήταν Κυριακή πρωί! Ίσως είχαν σκοπό να τους εκτελέσουν στην Κάτω Σύμη ως αντίποινα για το φόνο των δύο Γερμανών ή να τους έχουν μπροστά τους για προκάλλυμα. Οι αντάρτες ειδοποιήθηκαν αμέσως για τις κινήσεις των Γερμανών. Τέσσερις ομάδες με επικεφαλής τους Χρήστο Μπαντουβά, Γίωργη Νιριανό, Γιάννη Ποδία και Δημήτρη Παπά έπιασαν κατάλληλες θέσεις στην Κάτω Σύμη και στα υψώματα που βρίσκονται στην ανατολική πλευρά της κοιλάδας, μέσα από την οποία περνά ο δρόμος για την Κάτω Σύμη.
Κι όταν οι Γερμανοί κατά τις 10 π.μ. περίπου της 12ης Σεπτεμβρίου άρχισαν να μπαίνουν στην κοιλάδα με τους ομήρους μπροστά και πλησίαζαν προς το χωρίο, πρώτοι οι αντάρτες του Δημ. Παπά τους χτύπησαν ξαφνικά από την ανατολική πλευρά.
Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν, καθώς σκοτώθηκαν αρκετοί με το πρώτο χτύπημα, κι άφησαν τους ομήρους, που τους ξέφυγαν κι ενώθηκαν με τους αντάρτες. Η μάχη γενικεύτηκε στην περιοχή μεταξύ Σύμης και Πεύκου και κράτησε ως αργά, οπότε οι αντάρτες αποσύρθηκαν στο βουνό με απώλειες ένα νεκρό, τον Απόστολο Βαγιωνάκη της ομάδας του Ποδία, από τους Μύθους Ιεράπετρας, και δύο τραυματίες, τον Γεώργιο Μαστραντωνάκη από την Κ. Σύμη και τον Εμμαν. Ηλιάκη από τ’ Αμιρά, της ομάδας του Χρ. Μπαντουβά.
Οι απώλειες των Γερμανών δεν είναι απολύτως εξακριβωμένες, καθώς μετέφεραν τους νεκρούς και τους τραυματίες με πολλά ζώα και καθώς στο μεταξύ είχε νυχτώσει. Αυτοκινητόδρομος την εποχή εκείνη υπήρχε μόνο ως την Άνω Βιάννο, σε απόσταση 12 χιλ. περίπου από τον τόπο της μάχης. Με βάση πάντως διάφορα στοιχεία και μαρτυρίες της εποχής, οι απώλειες των Γερμανών υπολογίζονται σε 70 περίπου νεκρούς, πάνω από 40 τραυματίες και 13 αιχμαλώτους που τους πήραν οι αντάρτες στο βουνό.